Translation meaning & definition of the word "router" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρουτέρ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Router
[Ρουτέρ]/rutər/
noun
1. A worker who routes shipments for distribution and delivery
- synonym:
- router
1. Ένας εργαζόμενος που δρομολογεί αποστολές για διανομή και παράδοση
- συνώνυμο:
- δρομολογητήσ
2. (computer science) a device that forwards data packets between computer networks
- synonym:
- router
2. (επιστήμη υπολογιστών) μια συσκευή που προωθεί πακέτα δεδομένων μεταξύ δικτύων υπολογιστών
- συνώνυμο:
- δρομολογητήσ
3. A power tool with a shaped cutter
- Used in carpentry for cutting grooves
- synonym:
- router
3. Ένα εργαλείο δύναμης με ένα διαμορφωμένο κόφτη
- Χρησιμοποιημένος στην ξυλουργική για τις αυλακώσεις κοπής
- συνώνυμο:
- δρομολογητήσ
Examples of using
How to use a router to limit network speed ?
Πώς να χρησιμοποιήσετε ένα δρομολογητή για να περιορίσετε την ταχύτητα του δικτύου ?