Translation meaning & definition of the word "rouse" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ξυπνήστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rouse
[Σπρώχνω]/raʊs/
verb
1. Become active
- "He finally bestirred himself"
- synonym:
- bestir ,
- rouse
1. Γίνομαι ενεργός
- "Τελικά αυτοκτόνησε"
- συνώνυμο:
- μπεστίρ ,
- παλιάνθρωποσ
2. Force or drive out
- "The police routed them out of bed at 2 a.m."
- synonym:
- rout out ,
- drive out ,
- force out ,
- rouse
2. Βία ή να βγει έξω
- "Η αστυνομία τους έδιωξε από το κρεβάτι στις 2 το πρωί."
- συνώνυμο:
- ξεφεύγω ,
- απομακρύνομαι ,
- αποστρέφομαι ,
- παλιάνθρωποσ
3. Cause to be agitated, excited, or roused
- "The speaker charged up the crowd with his inflammatory remarks"
- synonym:
- agitate ,
- rouse ,
- turn on ,
- charge ,
- commove ,
- excite ,
- charge up
3. Αιτία να είναι ταραγμένος, ενθουσιασμένος, ή ξεσηκωμένος
- "Ο ομιλητής κατηγόρησε το πλήθος για τις φλεγμονώδεις παρατηρήσεις του"
- συνώνυμο:
- αναστατώνω ,
- παλιάνθρωποσ ,
- ενεργοποιώ ,
- χρέωση ,
- αναμειγνύω ,
- ενθουσιάζω ,
- φορτίζω
4. Cause to become awake or conscious
- "He was roused by the drunken men in the street"
- "Please wake me at 6 am."
- synonym:
- awaken ,
- wake ,
- waken ,
- rouse ,
- wake up ,
- arouse
4. Αιτία να γίνει ξύπνιος ή συνειδητός
- "Ήταν ξυπνημένος από τους μεθυσμένους άνδρες στο δρόμο"
- "Σε παρακαλώ ξύπνα με στις 6 πμ."
- συνώνυμο:
- ξυπνάω ,
- ξύπνημα ,
- ξυπνώ ,
- παλιάνθρωποσ