Translation meaning & definition of the word "roundworm" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κυκλικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Roundworm
[Στρογγυλόσ]/raʊndwərm/
noun
1. Infections of the skin or nails caused by fungi and appearing as itching circular patches
- synonym:
- tinea ,
- ringworm ,
- roundworm
1. Λοιμώξεις του δέρματος ή των νυχιών που προκαλούνται από μύκητες και εμφανίζονται ως κυκλικά μπαλώματα κνησμού
- συνώνυμο:
- τινέα ,
- τραβέρσα ,
- στρογγυλόσ σκουλήκι
2. Unsegmented worms with elongated rounded body pointed at both ends
- Mostly free-living but some are parasitic
- synonym:
- nematode ,
- nematode worm ,
- roundworm
2. Μη τμηματικά σκουλήκια με επιμήκη στρογγυλεμένο σώμα που δείχνει και στις δύο άκρες
- Κυρίως ελεύθερη ζωή, αλλά μερικά είναι παρασιτικά
- συνώνυμο:
- νηματώδησ ,
- σκουλήκι νηματωδών ,
- στρογγυλόσ σκουλήκι