Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "roundabout" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυκλικός κόμβος" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Roundabout

[Κυκλική]
/raʊndəbaʊt/

noun

1. A road junction at which traffic streams circularly around a central island

  • "The accident blocked all traffic at the rotary"
    synonym:
  • traffic circle
  • ,
  • circle
  • ,
  • rotary
  • ,
  • roundabout

1. Μια οδική διασταύρωση στην οποία η κυκλοφορία ρέει κυκλικά γύρω από ένα κεντρικό νησί

  • "Το ατύχημα μπλόκαρε όλη την κυκλοφορία στο περιστροφικό"
    συνώνυμο:
  • κύκλος κυκλοφορίας
  • ,
  • κύκλος
  • ,
  • περιστροφικόσ
  • ,
  • κυκλικός κόμβος

2. A large, rotating machine with seats for children to ride or amusement

    synonym:
  • carousel
  • ,
  • carrousel
  • ,
  • merry-go-round
  • ,
  • roundabout
  • ,
  • whirligig

2. Μια μεγάλη, περιστρεφόμενη μηχανή με τα καθίσματα για τα παιδιά για να οδηγήσει ή να διασκεδάσει

    συνώνυμο:
  • καρουσέλ
  • ,
  • καρουζέλ
  • ,
  • ευγενικός
  • ,
  • κυκλικός κόμβος
  • ,
  • παραφωνώ

adjective

1. Marked by obliqueness or indirection in speech or conduct

  • "The explanation was circuitous and puzzling"
  • "A roundabout paragraph"
  • "Hear in a roundabout way that her ex-husband was marrying her best friend"
    synonym:
  • circuitous
  • ,
  • roundabout

1. Χαρακτηρίζεται από λοξότητα ή αδιαμφισβήτητη κατεύθυνση στην ομιλία ή τη διαγωγή

  • "Η εξήγηση ήταν περιστασιακή και αινιγματική"
  • "Μια παράγραφος κυκλικού κόμβου"
  • "Ακούστε με κυκλικό τρόπο ότι ο πρώην σύζυγός της παντρεύτηκε τον καλύτερό της φίλο"
    συνώνυμο:
  • κυκλωματικόσ
  • ,
  • κυκλικός κόμβος

2. Deviating from a straight course

  • "A scenic but devious route"
  • "A long and circuitous journey by train and boat"
  • "A roundabout route avoided rush-hour traffic"
    synonym:
  • devious
  • ,
  • circuitous
  • ,
  • roundabout

2. Αποκλίνοντας από μια ευθεία πορεία

  • "Μια γραφική αλλά αποτρόπαια διαδρομή"
  • "Ένα μακρύ και συνεχές ταξίδι με τρένο και βάρκα"
  • "Μια διαδρομή κυκλικού κόμβου απέφευγε την κυκλοφορία αιχμής"
    συνώνυμο:
  • αποτρόπαιος
  • ,
  • κυκλωματικόσ
  • ,
  • κυκλικός κόμβος

Examples of using

Tom does everything in such a roundabout way.
Ο Τομ κάνει τα πάντα με τέτοιο κυκλικό τρόπο.
The story goes in a roundabout way.
Η ιστορία πάει με κυκλικό τρόπο.
Don't say it in a roundabout way.
Μην το πείτε με κυκλικό τρόπο.