Translation meaning & definition of the word "round" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "στρογγυλός" στην ελληνική γλώσσα
Round
[Γύρος]noun
1. A charge of ammunition for a single shot
- synonym:
- round ,
- unit of ammunition ,
- one shot
1. Μια γόμωση πυρομαχικών για έναν μόνο πυροβολισμό
- συνώνυμο:
- στρογγυλόσ ,
- μονάδα πυρομαχικών ,
- ένας πυροβολισμός
2. An interval during which a recurring sequence of events occurs
- "The never-ending cycle of the seasons"
- synonym:
- cycle ,
- rhythm ,
- round
2. Ένα διάστημα κατά το οποίο συμβαίνει μια επαναλαμβανόμενη ακολουθία γεγονότων
- "Ο ατέρμονος κύκλος των εποχών"
- συνώνυμο:
- κύκλος ,
- ρυθμός ,
- στρογγυλόσ
3. A regular route for a sentry or policeman
- "In the old days a policeman walked a beat and knew all his people by name"
- synonym:
- beat ,
- round
3. Μια τακτική διαδρομή για έναν φρουρό ή αστυνομικό
- "Τα παλιά χρόνια ένας αστυνομικός χτυπούσε και γνώριζε όλους τους ανθρώπους του ονομαστικά"
- συνώνυμο:
- χτύπημα ,
- στρογγυλόσ
4. (often plural) a series of professional calls (usually in a set order)
- "The doctor goes on his rounds first thing every morning"
- "The postman's rounds"
- "We enjoyed our round of the local bars"
- synonym:
- round
4. (συχνά πληθυντικός) μια σειρά από επαγγελματικές κλήσεις (συνήθως με καθορισμένη σειρά)
- "Ο γιατρός κάνει τον πρώτο του γύρο κάθε πρωί"
- "Οι γύροι του ταχυδρόμου"
- "Απολαύσαμε τον γύρο των τοπικών μπαρ"
- συνώνυμο:
- στρογγυλόσ
5. The activity of playing 18 holes of golf
- "A round of golf takes about 4 hours"
- synonym:
- round of golf ,
- round
5. Η δραστηριότητα του παιχνιδιού 18 τρύπες του γκολφ
- "Ένας γύρος γκολφ διαρκεί περίπου 4 ώρες"
- συνώνυμο:
- γύρος γκολφ ,
- στρογγυλόσ
6. The usual activities in your day
- "The doctor made his rounds"
- synonym:
- round ,
- daily round
6. Οι συνήθεις δραστηριότητες στην ημέρα σας
- "Ο γιατρός έκανε τον γύρο του"
- συνώνυμο:
- στρογγυλόσ ,
- καθημερινός γύρος
7. (sports) a division during which one team is on the offensive
- synonym:
- turn ,
- bout ,
- round
7. (αθλητισμός) μια κατηγορία κατά την οποία μια ομάδα βρίσκεται στην επίθεση
- συνώνυμο:
- στροφή ,
- αγώνας ,
- στρογγυλόσ
8. The course along which communications spread
- "The story is going the rounds in washington"
- synonym:
- round
8. Η πορεία κατά μήκος της οποίας εξαπλώνονται οι επικοινωνίες
- "Η ιστορία κάνει τον γύρο της ουάσιγκτον"
- συνώνυμο:
- στρογγυλόσ
9. A serving to each of a group (usually alcoholic)
- "He ordered a second round"
- synonym:
- round ,
- round of drinks
9. Μια μερίδα σε καθεμία από μια ομάδα (συνήθως αλκοολική)
- "Παρήγγειλε δεύτερο γύρο"
- συνώνυμο:
- στρογγυλόσ ,
- γύρος ποτών
10. A cut of beef between the rump and the lower leg
- synonym:
- round
10. Ένα κομμάτι βοδινού κρέατος ανάμεσα στο κότσο και το κάτω πόδι
- συνώνυμο:
- στρογγυλόσ
11. A partsong in which voices follow each other
- One voice starts and others join in one after another until all are singing different parts of the song at the same time
- "They enjoyed singing rounds"
- synonym:
- round ,
- troll
11. Ένα τραγούδι στο οποίο οι φωνές ακολουθούν η μία την άλλη
- Η μία φωνή ξεκινά και άλλες ενώνονται η μία μετά την άλλη μέχρι να τραγουδήσουν όλοι διαφορετικά μέρη του τραγουδιού ταυτόχρονα
- "Τους άρεσε να τραγουδούν γύρους"
- συνώνυμο:
- στρογγυλόσ ,
- τρολ
12. An outburst of applause
- "There was a round of applause"
- synonym:
- round
12. Ένα ξέσπασμα χειροκροτημάτων
- "Έγινε ένα χειροκρότημα"
- συνώνυμο:
- στρογγυλόσ
13. A crosspiece between the legs of a chair
- synonym:
- rung ,
- round ,
- stave
13. Ένα εγκάρσιο κομμάτι ανάμεσα στα πόδια μιας καρέκλας
- συνώνυμο:
- τρέχω ,
- στρογγυλόσ ,
- πεντάγραμμο
14. Any circular or rotating mechanism
- "The machine punched out metal circles"
- synonym:
- circle ,
- round
14. Οποιοσδήποτε κυκλικός ή περιστρεφόμενος μηχανισμός
- "Η μηχανή τρύπησε μεταλλικούς κύκλους"
- συνώνυμο:
- κύκλος ,
- στρογγυλόσ
verb
1. Wind around
- Move along a circular course
- "Round the bend"
- synonym:
- round
1. Τυλίγω
- Κινηθείτε κατά μήκος μιας κυκλικής πορείας
- "Γύρω από τη στροφή"
- συνώνυμο:
- στρογγυλόσ
2. Make round
- "Round the edges"
- synonym:
- round ,
- round out ,
- round off
2. Κάνω γύρο
- "Στρογγυλεύουμε τις άκρες"
- συνώνυμο:
- στρογγυλόσ ,
- στρογγυλεύω ,
- αποσπώ
3. Pronounce with rounded lips
- synonym:
- round ,
- labialize ,
- labialise
3. Προφέρετε με στρογγυλεμένα χείλη
- συνώνυμο:
- στρογγυλόσ ,
- χειλώνω ,
- χειλοποιώ
4. Attack in speech or writing
- "The editors of the left-leaning paper attacked the new house speaker"
- synonym:
- attack ,
- round ,
- assail ,
- lash out ,
- snipe ,
- assault
4. Επίθεση στο λόγο ή στο γράψιμο
- "Οι συντάκτες της αριστερής εφημερίδας επιτέθηκαν στον νέο πρόεδρο της βουλής"
- συνώνυμο:
- επίθεση ,
- στρογγυλόσ ,
- επιτίθεμαι ,
- ξεσπώ ,
- μπεκάτσα
5. Bring to a highly developed, finished, or refined state
- "Polish your social manners"
- synonym:
- polish ,
- round ,
- round off ,
- polish up ,
- brush up
5. Φέρτε σε μια εξαιρετικά ανεπτυγμένη, τελειωμένη ή εκλεπτυσμένη κατάσταση
- "Γυάλισε τους κοινωνικούς σου τρόπους"
- συνώνυμο:
- πολωνικά ,
- στρογγυλόσ ,
- αποσπώ ,
- γυαλίζω ,
- βουρτσίζω
6. Express as a round number
- "Round off the amount"
- synonym:
- round off ,
- round down ,
- round out ,
- round
6. Εκφράστε ως στρογγυλό αριθμό
- "Στρογγυλοποιήστε το ποσό"
- συνώνυμο:
- αποσπώ ,
- στρογγυλοποιήστε ,
- στρογγυλεύω ,
- στρογγυλόσ
7. Become round, plump, or shapely
- "The young woman is fleshing out"
- synonym:
- round ,
- flesh out ,
- fill out
7. Γίνετε στρογγυλοί, παχουλοί ή καλλίγραμμοι
- "Η νεαρή γυναίκα σαρκάζει"
- συνώνυμο:
- στρογγυλόσ ,
- εμπλουτίζω ,
- συμπληρώνω
adjective
1. Having a circular shape
- synonym:
- round ,
- circular
1. Έχοντας κυκλικό σχήμα
- συνώνυμο:
- στρογγυλόσ ,
- κυκλική
2. (of sounds) full and rich
- "Orotund tones"
- "The rotund and reverberating phrase"
- "Pear-shaped vowels"
- synonym:
- orotund ,
- rotund ,
- round ,
- pear-shaped
2. (των ήχων) γεμάτο και πλούσιο
- "Τόνοι orotund"
- "Η στρογγυλή και αντηχητική φράση"
- "Αχλαδόσχημα φωνήεντα"
- συνώνυμο:
- orotund ,
- rotund ,
- στρογγυλόσ ,
- αχλαδόσχημη
3. (mathematics) expressed to the nearest integer, ten, hundred, or thousand
- "In round numbers"
- synonym:
- round
3. (μαθηματικά) εκφρασμένα στον πλησιέστερο ακέραιο, δέκα, εκατό ή χιλιάδες
- "Σε στρογγυλούς αριθμούς"
- συνώνυμο:
- στρογγυλόσ
adverb
1. From beginning to end
- Throughout
- "It rains all year round on skye"
- "Frigid weather the year around"
- synonym:
- round ,
- around
1. Από την αρχή μέχρι το τέλος
- Σε όλη την
- "Βρέχει όλο το χρόνο στο skye"
- "Φρεσκος καιρος το χρονο τριγυρω"
- συνώνυμο:
- στρογγυλόσ ,
- γύρω γύρω