Translation meaning & definition of the word "roulette" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρουλέτα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Roulette
[Ρουλέτα]/rulɛt/
noun
1. A line generated by a point on one figure rolling around a second figure
- synonym:
- roulette ,
- line roulette
1. Μια γραμμή που δημιουργείται από ένα σημείο σε ένα σχήμα που κυλά γύρω από ένα δεύτερο σχήμα
- συνώνυμο:
- ρουλέτα ,
- γραμμή ρουλέτα
2. A wheel with teeth for making a row of perforations
- synonym:
- roulette ,
- toothed wheel
2. Ένας τροχός με δόντια για να κάνει μια σειρά από διάτρητες ουσίες
- συνώνυμο:
- ρουλέτα ,
- οδοντωτός τροχός
3. A gambling game in which players bet on which compartment of a revolving wheel a small ball will come to rest in
- synonym:
- roulette
3. Ένα παιχνίδι τυχερών παιχνιδιών στο οποίο οι παίκτες στοιχηματίζουν σε ποιο διαμέρισμα ενός περιστρεφόμενου τροχού μια μικρή μπάλα θα έρθει να ξεκουραστεί
- συνώνυμο:
- ρουλέτα
Examples of using
Tom and Mary played a game of Russian roulette.
Ο Τομ και η Μαίρη έπαιξαν ένα παιχνίδι ρωσικής ρουλέτας.