Translation meaning & definition of the word "rough" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "από" στην ελληνική γλώσσα
Rough
[Τραχύ]noun
1. The part of a golf course bordering the fairway where the grass is not cut short
- synonym:
- rough
1. Το τμήμα ενός γηπέδου γκολφ που συνορεύει με την πύλη όπου το γρασίδι δεν κόβεται κοντά
- συνώνυμο:
- τραχύς
verb
1. Prepare in preliminary or sketchy form
- synonym:
- rough in ,
- rough ,
- rough out
1. Προετοιμασία σε προκαταρκτική ή σκιαγραφική μορφή
- συνώνυμο:
- τραχύ στο ,
- τραχύς ,
- τραχύνω
adjective
1. Having or caused by an irregular surface
- "Trees with rough bark"
- "Rough ground"
- "Rough skin"
- "Rough blankets"
- "His unsmooth face"
- synonym:
- rough ,
- unsmooth
1. Έχοντας ή προκαλούμενος από μια ακανόνιστη επιφάνεια
- "Δέντρα με τραχύ φλοιό"
- "Στο έδαφος"
- "Από το δέρμα"
- "Κουβέρτες"
- "Το ανεπιφύλακτο πρόσωπό του"
- συνώνυμο:
- τραχύς ,
- ανεπιτήδευτοσ
2. (of persons or behavior) lacking refinement or finesse
- "She was a diamond in the rough"
- "Rough manners"
- synonym:
- rough
2. ( των ατόμων ή της συμπεριφοράς) στερείται βελτίωσης ή φινέτσας
- "Ήταν ένα διαμάντι στο τραχύ"
- "Με τρόπους"
- συνώνυμο:
- τραχύς
3. Not quite exact or correct
- "The approximate time was 10 o'clock"
- "A rough guess"
- "A ballpark estimate"
- synonym:
- approximate ,
- approximative ,
- rough
3. Όχι ακριβής ή σωστή
- "Ο κατά προσέγγιση χρόνος ήταν 10 η ώρα"
- "Μια τραχιά εικασία"
- "Εκτίμηση πάρκων"
- συνώνυμο:
- κατά προσέγγιση ,
- προσεγγιστικόσ ,
- τραχύς
4. Full of hardship or trials
- "The rocky road to success"
- "They were having a rough time"
- synonym:
- rocky ,
- rough
4. Γεμάτη δυσκολίες ή δοκιμασίες
- "Ο βραχώδης δρόμος προς την επιτυχία"
- "Περνούσαν δύσκολες στιγμές"
- συνώνυμο:
- βραχώδησ ,
- τραχύς
5. Violently agitated and turbulent
- "Boisterous winds and waves"
- "The fierce thunders roar me their music"- ezra pound
- "Rough weather"
- "Rough seas"
- synonym:
- boisterous ,
- fierce ,
- rough
5. Βίαια ταραγμένος και ταραγμένος
- "Βαρείς άνεμοι και κύματα"
- "Οι άγριοι βροντές μου βρυχώνουν τη μουσική τους" - έζρα πούντ
- "Από τον καιρό"
- "Από τις θάλασσες"
- συνώνυμο:
- βυζαντινόσ ,
- σκληρός ,
- τραχύς
6. Unpleasantly harsh or grating in sound
- "A gravelly voice"
- synonym:
- grating ,
- gravelly ,
- rasping ,
- raspy ,
- rough ,
- scratchy
6. Δυσάρεστα σκληρό ή τρίψιμο στον ήχο
- "Χαλαρή φωνή"
- συνώνυμο:
- κιγκλίδωμα ,
- χαλίκι ,
- παραπαίω ,
- ανόητοσ ,
- τραχύς ,
- τραχύσ
7. Ready and able to resort to force or violence
- "Pugnacious spirits...lamented that there was so little prospect of an exhilarating disturbance"- herman melville
- "They were rough and determined fighting men"
- synonym:
- pugnacious ,
- rough
7. Έτοιμη και ικανή να καταφύγει σε βία ή βία
- "Τα ευρύχωρα πνεύματα λυπήθηκαν που υπήρχε τόσο μικρή προοπτική μιας συναρπαστικής διαταραχής" - χέρμαν μέλβιλ.
- "Ήταν σκληροί και αποφασισμένοι να πολεμήσουν"
- συνώνυμο:
- ευσεβήσ ,
- τραχύς
8. Of the margin of a leaf shape
- Having the edge cut or fringed or scalloped
- synonym:
- rough
8. Του περιθωρίου ενός σχήματος φύλλου
- Έχοντας την άκρη κομμένη ή φρεζαρισμένη ή χτυπημένη
- συνώνυμο:
- τραχύς
9. Causing or characterized by jolts and irregular movements
- "A rough ride"
- synonym:
- rough ,
- rocky ,
- bumpy ,
- jolty ,
- jolting ,
- jumpy
9. Προκαλώντας ή χαρακτηρίζοντας από τα πηδαλιουχικά και τις ακανόνιστες κινήσεις
- "Μια τραχιά βόλτα"
- συνώνυμο:
- τραχύς ,
- βραχώδησ ,
- ανώμαλοσ ,
- τρελός ,
- τραβώ ,
- πηδαλιώδησ
10. Not shaped by cutting or trimming
- "An uncut diamond"
- "Rough gemstones"
- synonym:
- uncut ,
- rough
10. Δεν διαμορφώνεται με κοπή ή κόψιμο
- "Ένα απαλό διαμάντι"
- "Με πολύτιμους λίθους"
- συνώνυμο:
- ξεκολλώ ,
- τραχύς
11. Not carefully or expertly made
- "Managed to make a crude splint"
- "A crude cabin of logs with bark still on them"
- "Rough carpentry"
- synonym:
- crude ,
- rough
11. Όχι προσεκτικά ή εξειδικευμένα
- "Διαχειρίζεται για να κάνει ένα ακατέργαστο νάρθηκα"
- "Μια ακατέργαστη καμπίνα κορμών με το φλοιό ακόμα πάνω τους"
- "Με ξυλουργική"
- συνώνυμο:
- ακατέργαστοσ ,
- τραχύς
12. Not perfected
- "A rough draft"
- "A few rough sketches"
- synonym:
- rough
12. Δεν τελειοποιήθηκε
- "Ένα ακατέργαστο σχέδιο"
- "Μερικά τραχιά σκίτσα"
- συνώνυμο:
- τραχύς
13. Unpleasantly stern
- "Wild and harsh country full of hot sand and cactus"
- "The nomad life is rough and hazardous"
- synonym:
- harsh ,
- rough
13. Δυσάρεστα πρύμνη
- "Άγρια και σκληρή χώρα γεμάτη ζεστή άμμο και κάκτους"
- "Η νομαδική ζωή είναι τραχιά και επικίνδυνη"
- συνώνυμο:
- σκληρός ,
- τραχύς
14. Unkind or cruel or uncivil
- "Had harsh words"
- "A harsh and unlovable old tyrant"
- "A rough answer"
- synonym:
- harsh ,
- rough
14. Αγενής ή σκληρή ή απολίτικη
- "Είχα σκληρά λόγια"
- "Ένας σκληρός και μη αξιαγάπητος γέρος τύραννος"
- "Μια πρόχειρη απάντηση"
- συνώνυμο:
- σκληρός ,
- τραχύς
adverb
1. With roughness or violence (`rough' is an informal variant for `roughly')
- "He was pushed roughly aside"
- "They treated him rough"
- synonym:
- roughly ,
- rough
1. Με τραχύτητα ή βία (`η μέση είναι μια άτυπη παραλλαγή για `ξαφνικά')
- "Τον έσπρωξαν περίπου στην άκρη"
- "Τον αντιμετώπισαν σκληρά"
- συνώνυμο:
- περίπου ,
- τραχύς
2. With rough motion as over a rough surface
- "Ride rough"
- synonym:
- roughly ,
- rough
2. Με τραχιά κίνηση όπως πάνω από μια τραχιά επιφάνεια
- "Βόλτα τραχύ"
- συνώνυμο:
- περίπου ,
- τραχύς