Translation meaning & definition of the word "rouge" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ρήξη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rouge
[Ρουζ]/ruʒ/
noun
1. Makeup consisting of a pink or red powder applied to the cheeks
- synonym:
- rouge ,
- paint ,
- blusher
1. Μακιγιάζ που αποτελείται από ροζ ή κόκκινη σκόνη που εφαρμόζεται στα μάγουλα
- συνώνυμο:
- ρουζ ,
- χρώμα ,
- θολώνων
verb
1. Redden by applying rouge to
- "She rouged her cheeks"
- synonym:
- rouge
1. Επαναχρησιμοποιήστε το εφαρμόζοντας το στο
- "Σκαρφάλωσε τα μάγουλά της"
- συνώνυμο:
- ρουζ