Translation meaning & definition of the word "rotting" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στροφή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rotting
[Στροφή]/rɑtɪŋ/
noun
1. (biology) the process of decay caused by bacterial or fungal action
- synonym:
- decomposition ,
- rot ,
- rotting ,
- putrefaction
1. (βιολογία) η διαδικασία της αποσύνθεσης που προκαλείται από βακτηριακή ή μυκητιακή δράση
- συνώνυμο:
- αποσύνθεση ,
- σαπίζω ,
- σάπια ,
- αποκατάσταση
Examples of using
He could not by any means tolerate the ghastly smell of rotting onion.
Δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να ανεχθεί την τρομερή μυρωδιά του σάπιου κρεμμυδιού.