Translation meaning & definition of the word "rotor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στροφέας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rotor
[Στροφέασ]/roʊtər/
noun
1. The rotating armature of a motor or generator
- synonym:
- rotor ,
- rotor coil
1. Η περιστρεφόμενη οπλοστάσιο ενός κινητήρα ή γεννήτριας
- συνώνυμο:
- ρότορασ ,
- σπείρα ρότορα
2. The revolving bar of a distributor
- synonym:
- rotor
2. Η περιστρεφόμενη ράβδος ενός διανομέα
- συνώνυμο:
- ρότορασ
3. Rotating mechanism consisting of an assembly of rotating airfoils
- "There are horizontal rotors on a helicopter or compressor rotors in a jet engine"
- synonym:
- rotor
3. Περιστρεφόμενος μηχανισμός που αποτελείται από συναρμολόγηση περιστρεφόμενων αεροτομών
- "Υπάρχουν οριζόντιοι ρότορες σε ένα ελικόπτερο ή συμπιεστές ρότορες σε έναν κινητήρα αεριωθούμενου τζετ"
- συνώνυμο:
- ρότορασ