Translation meaning & definition of the word "rotary" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περιστροφική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rotary
[Περιστροφικόσ]/roʊtəri/
noun
1. A road junction at which traffic streams circularly around a central island
- "The accident blocked all traffic at the rotary"
- synonym:
- traffic circle ,
- circle ,
- rotary ,
- roundabout
1. Μια οδική διασταύρωση στην οποία η κυκλοφορία ρέει κυκλικά γύρω από ένα κεντρικό νησί
- "Το ατύχημα μπλόκαρε όλη την κυκλοφορία στο περιστροφικό"
- συνώνυμο:
- κύκλος κυκλοφορίας ,
- κύκλος ,
- περιστροφικόσ ,
- κυκλικός κόμβος
2. Electrical converter consisting of a synchronous machine that converts alternating to direct current or vice versa
- synonym:
- synchronous converter ,
- rotary ,
- rotary converter
2. Ηλεκτρικός μετατροπέας που αποτελείται από μια σύγχρονη μηχανή που μετατρέπει το εναλλασσόμενο στο άμεσο ρεύμα ή αντίστροφα
- συνώνυμο:
- σύγχρονος μετατροπέας ,
- περιστροφικόσ ,
- περιστροφικός μετατροπέας
adjective
1. Relating to or characterized by rotation
- "Rotary dial"
- synonym:
- rotary
1. Σχετίζεται ή χαρακτηρίζεται από περιστροφή
- "Περιστροφικός πίνακας"
- συνώνυμο:
- περιστροφικόσ
2. Describing a circle
- Moving in a circle
- "The circular motion of the wheel"
- synonym:
- circular ,
- rotary ,
- orbitual
2. Περιγράφοντας έναν κύκλο
- Κινείται σε κύκλο
- "Η κυκλική κίνηση του τροχού"
- συνώνυμο:
- κυκλικός ,
- περιστροφικόσ ,
- τροχιακόσ