Translation meaning & definition of the word "rota" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρότα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rota
[Ρότα]/roʊtə/
noun
1. (roman catholic church) the supreme ecclesiastical tribunal for cases appealed to the holy see from diocesan courts
- synonym:
- Rota
1. (ρωμαϊκή καθολική εκκλησία) το ανώτατο εκκλησιαστικό δικαστήριο για υποθέσεις που απηύθυναν έκκληση στην αγία έδρα από δικαστήρια του μητρώου
- συνώνυμο:
- Ρότα
2. A roster of names showing the order in which people should perform certain duties
- synonym:
- rota
2. Ένα ρόστερ ονομάτων που δείχνει τη σειρά με την οποία οι άνθρωποι πρέπει να εκτελούν ορισμένα καθήκοντα
- συνώνυμο:
- ρότα