Translation meaning & definition of the word "rosy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ρόσος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rosy
[Ρεσό]/roʊzi/
adjective
1. Reflecting optimism
- "A rosy future"
- "Looked at the world through rose-colored glasses"
- synonym:
- rose-colored ,
- rosy
1. Αντανακλώντας την αισιοδοξία
- "Ένα ρόδινο μέλλον"
- "Κοίταξε τον κόσμο μέσα από γυαλιά τριαντάφυλλου"
- συνώνυμο:
- τριαντάφυλλο ,
- ρόδινος
2. Having the pinkish flush of health
- synonym:
- flushed ,
- rose-cheeked ,
- rosy ,
- rosy-cheeked
2. Έχοντας το ροζ εξάπλωμα της υγείας
- συνώνυμο:
- ξεπλένεται ,
- τριανταφυλλιά ,
- ρόδινος
3. Of blush color
- "Blushful mists"
- synonym:
- blushful ,
- rosy
3. Από κοκκινωπό χρώμα
- "Βλαστές ομίχλες"
- συνώνυμο:
- κοκκινωπός ,
- ρόδινος
4. Presaging good fortune
- "She made a fortunate decision to go to medical school"
- "Rosy predictions"
- synonym:
- fortunate ,
- rosy
4. Προετοιμασία καλής τύχης
- "Πήρε μια τυχερή απόφαση να πάει στην ιατρική σχολή"
- "Προβλέψεις της σάντα"
- συνώνυμο:
- τυχερός ,
- ρόδινος