Translation meaning & definition of the word "rosewood" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σκιάλο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rosewood
[Τριανταφυλλιά]/roʊzwʊd/
noun
1. Hard dark reddish wood of a rosewood tree having a strongly marked grain
- Used in cabinetwork
- synonym:
- rosewood
1. Σκληρό σκούρο κοκκινωπό ξύλο από ένα δέντρο τριανταφυλλιάς που έχει έντονα σημαδεμένο κόκκο
- Χρησιμοποιημένος στη γραφειοκρατία
- συνώνυμο:
- τριαντάφυλλο
2. Any of those hardwood trees of the genus dalbergia that yield rosewood--valuable cabinet woods of a dark red or purplish color streaked and variegated with black
- synonym:
- rosewood ,
- rosewood tree
2. Οποιοδήποτε από αυτά τα δέντρα σκληρού ξύλου του γένους νταλμπεργία που παράγουν ξύλο-πολύτιμο ξύλο ντουλάπι σκούρου κόκκινου ή πορφυρού χρώματος
- συνώνυμο:
- τριαντάφυλλο ,
- δέντρο τριαντάφυλλου