Translation meaning & definition of the word "rosemary" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περίληψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rosemary
[Δενδρολίβανο]/roʊzmɛri/
noun
1. Widely cultivated for its fragrant grey-green leaves used in cooking and in perfumery
- synonym:
- rosemary ,
- Rosmarinus officinalis
1. Καλλιεργείται ευρέως για τα αρωματικά γκρι-πράσινα φύλλα του που χρησιμοποιούνται στη μαγειρική και στην αρωματοποιία
- συνώνυμο:
- δεντρολίβανο ,
- Ροσμαρίνος λειτουργικά
2. Extremely pungent leaves used fresh or dried as seasoning for especially meats
- synonym:
- rosemary
2. Εξαιρετικά πικάντικα φύλλα που χρησιμοποιούνται φρέσκα ή αποξηραμένα ως καρύκευμα για ειδικά κρέατα
- συνώνυμο:
- δεντρολίβανο