Translation meaning & definition of the word "rosary" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρωστό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rosary
[Ροζάριο]/roʊzəri/
noun
1. A string of beads used in counting prayers (especially by catholics)
- synonym:
- rosary ,
- prayer beads
1. Μια σειρά από χάντρες που χρησιμοποιούνται για την καταμέτρηση των προσευχών (ειδικά από καθολικούς)
- συνώνυμο:
- κομπολόι ,
- χάντρες προσευχής