Translation meaning & definition of the word "rooted" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρίζα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rooted
[Ρίζεσ]/rutəd/
adjective
1. Absolutely still
- "Frozen with horror"
- "They stood rooted in astonishment"
- synonym:
- frozen(p) ,
- rooted(p) ,
- stock-still
1. Απολύτως ακίνητος
- "Παγωμένος με τρόμο"
- "Στάθηκαν ριζωμένοι στην έκπληξη"
- συνώνυμο:
- παγω()<TAG1> ,
- ριζ()<TAG1> ,
- απόθεμα
Examples of using
I believe that education should be secular, not rooted in religion.
Πιστεύω ότι η εκπαίδευση πρέπει να είναι κοσμική, όχι ριζωμένη στη θρησκεία.