Translation meaning & definition of the word "roost" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρίζα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Roost
[Καταβροχθίζω]/rust/
noun
1. A shelter with perches for fowl or other birds
- synonym:
- roost
1. Ένα καταφύγιο με κουρελάκια για πτηνά ή άλλα πουλιά
- συνώνυμο:
- ανατρεπόμενοσ
2. A perch on which domestic fowl rest or sleep
- synonym:
- roost
2. Μια πέρκα στην οποία ξεκουράζονται ή κοιμούνται κατοικίδια πτηνά
- συνώνυμο:
- ανατρεπόμενοσ
verb
1. Sit, as on a branch
- "The birds perched high in the tree"
- synonym:
- perch ,
- roost ,
- rest
1. Καθίστε, όπως σε ένα κλαδί
- "Τα πουλιά έσκυψαν ψηλά στο δέντρο"
- συνώνυμο:
- πέρκα ,
- ανατρεπόμενοσ ,
- ξεκουράζομαι
2. Settle down or stay, as if on a roost
- synonym:
- roost
2. Εγκατασταθείτε ή μείνετε, σαν να βρίσκεστε σε μια κουρελιά
- συνώνυμο:
- ανατρεπόμενοσ