Translation meaning & definition of the word "roommate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συγκάτοικος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Roommate
[Συγκάτοικοσ]/rumet/
noun
1. An associate who shares a room with you
- synonym:
- roommate ,
- roomie ,
- roomy
1. Ένας συνεργάτης που μοιράζεται ένα δωμάτιο μαζί σας
- συνώνυμο:
- συγκάτοικο ,
- ενοικιαζόμενοσ ,
- ευρύχωροσ
Examples of using
I know your roommate.
Γνωρίζω τον συγκάτοικό σου.
Tom is my roommate.
Ο Τομ είναι ο συγκάτοικος μου.
Tom became John's roommate.
Ο Τομ έγινε συγκάτοικος του Τζον.