Translation meaning & definition of the word "rookie" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ρουκί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rookie
[Ρόκι]/rʊki/
noun
1. An awkward and inexperienced youth
- synonym:
- cub ,
- greenhorn ,
- rookie
1. Μια αμήχανη και άπειρη νεολαία
- συνώνυμο:
- κουτί ,
- γκρίνχορν ,
- ρουκί
Examples of using
Tom is a rookie.
Ο Τομ είναι ένας αναβάτης.
The rookie breathed new life into the team.
Ο πρίγκιπας ανέπνευσε νέα ζωή στην ομάδα.
Tom is a rookie.
Ο Τομ είναι ένας αναβάτης.