Translation meaning & definition of the word "rook" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρωκ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rook
[Καταβροχθίστηκε]/rʊk/
noun
1. (chess) the piece that can move any number of unoccupied squares in a direction parallel to the sides of the chessboard
- synonym:
- castle ,
- rook
1. ( το κομμάτι που μπορεί να μετακινήσει οποιοδήποτε αριθμό ακατοίκητων τετραγώνων σε μια κατεύθυνση παράλληλη με τις πλευρές της σκακιέρας
- συνώνυμο:
- κάστρο ,
- ρουκ
2. Common gregarious old world bird about the size and color of the american crow
- synonym:
- rook ,
- Corvus frugilegus
2. Κοινό πουλί του παλαιού κόσμου για το μέγεθος και το χρώμα του αμερικανικού κοράκι
- συνώνυμο:
- ρουκ ,
- Λαγοκοιλαγοειδήσ
verb
1. Deprive of by deceit
- "He swindled me out of my inheritance"
- "She defrauded the customers who trusted her"
- "The cashier gypped me when he gave me too little change"
- synonym:
- victimize ,
- swindle ,
- rook ,
- goldbrick ,
- nobble ,
- diddle ,
- bunco ,
- defraud ,
- scam ,
- mulct ,
- gyp ,
- gip ,
- hornswoggle ,
- short-change ,
- con
1. Στερείται από την εξαπάτηση
- "Με τράβηξε από την κληρονομιά μου"
- "Απάτησε τους πελάτες που την εμπιστεύτηκαν"
- "Ο ταμίας με περικύκλωσε όταν μου έδωσε πολύ λίγη αλλαγή"
- συνώνυμο:
- θυματοποιώ ,
- αποπλανώ ,
- ρουκ ,
- χρυσό τρικ ,
- ευγενήσ ,
- περιπλανώμαι ,
- λαγουδάκι ,
- εξαπάτηση ,
- απάτη ,
- πολτόσ ,
- τσιγγάνος ,
- τζιπ ,
- ανταλλάσω ,
- βραχεία αλλαγή ,
- κουκουνάρι
Examples of using
A rook is a chess piece.
Ένα παλιό παλάτι είναι ένα κομμάτι σκάκι.