Translation meaning & definition of the word "roofer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραπομπή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Roofer
[Ρουφέρ]/rufər/
noun
1. A craftsman who lays or repairs roofs
- synonym:
- roofer
1. Ένας τεχνίτης που καθορίζει ή επισκευάζει στέγες
- συνώνυμο:
- παραφύλακασ