Translation meaning & definition of the word "romanticism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρομαντισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Romanticism
[Ρομαντισμός]/roʊmæntəsɪzəm/
noun
1. Impractical romantic ideals and attitudes
- synonym:
- romanticism
1. Μη πρακτικά ρομαντικά ιδανικά και στάσεις
- συνώνυμο:
- ρομαντισμός
2. A movement in literature and art during the late 18th and early 19th centuries that celebrated nature rather than civilization
- "Romanticism valued imagination and emotion over rationality"
- synonym:
- Romanticism ,
- Romantic Movement
2. Ένα κίνημα στη λογοτεχνία και την τέχνη στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα που γιόρταζε τη φύση και όχι τον πολισμό
- "Ο ρομαντισμός εκτιμούσε τη φαντασία και το συναίσθημα πάνω από τον ορθολογισμό"
- συνώνυμο:
- Ρομαντισμός ,
- Ρομαντικό Κίνημα
3. An exciting and mysterious quality (as of a heroic time or adventure)
- synonym:
- romanticism ,
- romance
3. Μια συναρπαστική και μυστηριώδης ποιότητα (ας ηρωικής εποχής ή περιπέτειας)
- συνώνυμο:
- ρομαντισμός