Translation meaning & definition of the word "rolled" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "έλασε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rolled
[Κυλάει]/roʊld/
adjective
1. Especially of petals or leaves in bud
- Having margins rolled inward
- synonym:
- involute ,
- rolled
1. Ειδικά τα πέταλα ή τα φύλλα στο μπουμπούκι
- Έχοντας τα περιθώρια τυλιγμένα προς τα μέσα
- συνώνυμο:
- ακούσια ,
- κυλημένος
2. Uttered with a trill
- "She used rolling r's as in spanish"
- synonym:
- rolled ,
- rolling ,
- trilled
2. Εκφωνείται με τρίγωνο
- "Χρησιμοποίησε το κύλισμα όπως στα ισπανικά"
- συνώνυμο:
- κυλημένος ,
- κύλισμα ,
- περιποιημένοσ
3. Rolled up and secured
- "Furled sails bound securely to the spar"
- "A furled flag"
- "His rolled umbrella hanging on his arm"
- synonym:
- furled ,
- rolled
3. Τυλιγμένο και ασφαλισμένο
- "Τα ταραγμένα πανιά δεσμεύονται με ασφάλεια στο σπαρ"
- "Μαύρη σημαία"
- "Η ομπρέλα του κρέμεται στο χέρι του"
- συνώνυμο:
- ανατρέπω ,
- κυλημένος
Examples of using
I rolled out of bed last night.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι χθες το βράδυ.
The ball rolled down the hill.
Η μπάλα έπεσε κάτω από το λόφο.
We rolled up the rug.
Σηκώσαμε το χαλί.