Translation meaning & definition of the word "roll" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρόλος" στην ελληνική γλώσσα
Roll
[Ρολ]noun
1. Rotary motion of an object around its own axis
- "Wheels in axial rotation"
- synonym:
- axial rotation ,
- axial motion ,
- roll
1. Περιστροφική κίνηση ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του
- "Τροχοί σε αξονική περιστροφή"
- συνώνυμο:
- αξονική περιστροφή ,
- αξονική κίνηση ,
- ρολό
2. A list of names
- "His name was struck off the rolls"
- synonym:
- roll ,
- roster
2. Μια λίστα με ονόματα
- "Το όνομά του χτυπήθηκε από τα ρολά"
- συνώνυμο:
- ρολό ,
- ρόστερ
3. A long heavy sea wave as it advances towards the shore
- synonym:
- roller ,
- roll ,
- rolling wave
3. Ένα μακρύ βαρύ κύμα της θάλασσας καθώς προχωράει προς την ακτή
- συνώνυμο:
- κύλινδρος ,
- ρολό ,
- κυλιόμενο κύμα
4. Photographic film rolled up inside a container to protect it from light
- synonym:
- roll
4. Φωτογραφικό φιλμ τυλιγμένο μέσα σε ένα δοχείο για να το προστατεύσει από το φως
- συνώνυμο:
- ρολό
5. A round shape formed by a series of concentric circles (as formed by leaves or flower petals)
- synonym:
- coil ,
- whorl ,
- roll ,
- curl ,
- curlicue ,
- ringlet ,
- gyre ,
- scroll
5. Ένα στρογγυλό σχήμα που σχηματίζεται από μια σειρά ομόκεντρων κύκλων (ας που σχηματίζονται από φύλλα ή πέταλα λουλουδιών)
- συνώνυμο:
- σπείρων ,
- πόρνελ ,
- ρολό ,
- μπούκλα ,
- κατσαρίδα ,
- πεταλίδα ,
- περιστροφή ,
- κύλιση
6. A roll of currency notes (often taken as the resources of a person or business etc.)
- "He shot his roll on a bob-tailed nag"
- synonym:
- bankroll ,
- roll
6. Ένα ρολό σημειώσεων νομισμάτων (συχνά λαμβάνεται ως πόροι ενός ατόμου ή μιας επιχείρησης κ.λπ.)
- "Πυροβόλησε το ρολό του σε ένα ναγκ"
- συνώνυμο:
- τραπεζικό λογαριασμό ,
- ρολό
7. Small rounded bread either plain or sweet
- synonym:
- bun ,
- roll
7. Μικρό στρογγυλεμένο ψωμί είτε σκέτο είτε γλυκό
- συνώνυμο:
- κουτσουλάκι ,
- ρολό
8. A deep prolonged sound (as of thunder or large bells)
- synonym:
- peal ,
- pealing ,
- roll ,
- rolling
8. Ένας βαθύς παρατεταμένος ήχος (ας βροντής ή μεγάλων καμπανών)
- συνώνυμο:
- περικόπτω ,
- τελείωση ,
- ρολό ,
- κύλισμα
9. The sound of a drum (especially a snare drum) beaten rapidly and continuously
- synonym:
- paradiddle ,
- roll ,
- drum roll
9. Ο ήχος ενός τυμπάνου (ειδικά ένα τύμπανο χτυπημένο γρήγορα και συνεχώς
- συνώνυμο:
- παράδειγμα ,
- ρολό ,
- ρόλος τυμπάνου
10. A document that can be rolled up (as for storage)
- synonym:
- scroll ,
- roll
10. Ένα έγγραφο που μπορεί να τυλιχτεί επάνω (ας για αποθήκευση)
- συνώνυμο:
- κύλιση ,
- ρολό
11. Anything rolled up in cylindrical form
- synonym:
- roll
11. Οτιδήποτε τυλίγεται σε κυλινδρική μορφή
- συνώνυμο:
- ρολό
12. The act of throwing dice
- synonym:
- cast ,
- roll
12. Η πράξη της ρίψης ζαριών
- συνώνυμο:
- κατασκευάζω ,
- ρολό
13. Walking with a swaying gait
- synonym:
- roll
13. Περπατώντας με ένα βάδισμα
- συνώνυμο:
- ρολό
14. A flight maneuver
- Aircraft rotates about its longitudinal axis without changing direction or losing altitude
- synonym:
- roll
14. Ένας ελιγμός πτήσης
- Το αεροσκάφος περιστρέφεται γύρω από τον διαμήκη άξονά του χωρίς να αλλάζει κατεύθυνση ή να χάνει υψόμετρο
- συνώνυμο:
- ρολό
15. The act of rolling something (as the ball in bowling)
- synonym:
- roll ,
- bowl
15. Η πράξη του κυλίσματος κάτι (ας η μπάλα στο μπόουλινγκραντ
- συνώνυμο:
- ρολό ,
- μπολ
verb
1. Move by turning over or rotating
- "The child rolled down the hill"
- "Turn over on your left side"
- synonym:
- roll ,
- turn over
1. Μετακινήστε με την περιστροφή ή την περιστροφή
- "Το παιδί κυλάει κάτω από το λόφο"
- "Γυρίστε στην αριστερή πλευρά"
- συνώνυμο:
- ρολό ,
- αναποδογυρίζω
2. Move along on or as if on wheels or a wheeled vehicle
- "The president's convoy rolled past the crowds"
- synonym:
- wheel ,
- roll
2. Μετακινηθείτε προς τα εμπρός ή σαν σε τροχούς ή σε τροχοφόρο όχημα
- "Η συνοδεία του προέδρου ξεπέρασε τα πλήθη"
- συνώνυμο:
- τροχός ,
- ρολό
3. Occur in soft rounded shapes
- "The hills rolled past"
- synonym:
- roll ,
- undulate
3. Εμφανίζονται σε μαλακά στρογγυλεμένα σχήματα
- "Οι λόφοι έπεσαν παρελθόν"
- συνώνυμο:
- ρολό ,
- κυματίζω
4. Flatten or spread with a roller
- "Roll out the paper"
- synonym:
- roll out ,
- roll
4. Πεπλατυσμένος ή απλωμένος με έναν κύλινδρο
- "Βγάλτε το χαρτί"
- συνώνυμο:
- ανατρέπω ,
- ρολό
5. Emit, produce, or utter with a deep prolonged reverberating sound
- "The thunder rolled"
- "Rolling drums"
- synonym:
- roll
5. Εκπέμπουν, παράγουν ή να προφέρουν με ένα βαθύ παρατεταμένο ήχο αντήχησης
- "Η βροντή έλασε"
- "Τύμπανα κύλισης"
- συνώνυμο:
- ρολό
6. Arrange or or coil around
- "Roll your hair around your finger"
- "Twine the thread around the spool"
- "She wrapped her arms around the child"
- synonym:
- wind ,
- wrap ,
- roll ,
- twine
6. Τακτοποιήστε ή σπείρα γύρω
- "Τρίψτε τα μαλλιά σας γύρω από το δάχτυλό σας"
- "Κλείστε το νήμα γύρω από το στροφίο"
- "Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το παιδί"
- συνώνυμο:
- άνεμος ,
- τυλίγω ,
- ρολό ,
- σπάγγο
7. Begin operating or running
- "The cameras were rolling"
- "The presses are already rolling"
- synonym:
- roll
7. Ξεκινήστε τη λειτουργία ή το τρέξιμο
- "Οι κάμερες τρέχουν"
- "Οι τύποι ήδη κυλούν"
- συνώνυμο:
- ρολό
8. Shape by rolling
- "Roll a cigarette"
- synonym:
- roll
8. Σχήμα με κύλισμα
- "Κυλήστε ένα τσιγάρο"
- συνώνυμο:
- ρολό
9. Execute a roll, in tumbling
- "The gymnasts rolled and jumped"
- synonym:
- roll
9. Εκτελέστε ένα ρολό, σε πτώση
- "Οι γυμναστές έτρεξαν και πήδηξαν"
- συνώνυμο:
- ρολό
10. Sell something to or obtain something from by energetic and especially underhanded activity
- synonym:
- hustle ,
- pluck ,
- roll
10. Πουλήστε κάτι ή αποκτήστε κάτι από ενεργητική και ιδιαίτερα ανεξάρτητη δραστηριότητα
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- τρίβω ,
- ρολό
11. Move in a wavy pattern or with a rising and falling motion
- "The curtains undulated"
- "The waves rolled towards the beach"
- synonym:
- roll ,
- undulate ,
- flap ,
- wave
11. Μετακινηθείτε σε ένα κυματιστό μοτίβο ή με μια αυξανόμενη και πτωτική κίνηση
- "Οι κουρτίνες κυματιστές"
- "Τα κύματα έτρεξαν προς την παραλία"
- συνώνυμο:
- ρολό ,
- κυματίζω ,
- πτερύγιο ,
- κύμα
12. Move about aimlessly or without any destination, often in search of food or employment
- "The gypsies roamed the woods"
- "Roving vagabonds"
- "The wandering jew"
- "The cattle roam across the prairie"
- "The laborers drift from one town to the next"
- "They rolled from town to town"
- synonym:
- roll ,
- wander ,
- swan ,
- stray ,
- tramp ,
- roam ,
- cast ,
- ramble ,
- rove ,
- range ,
- drift ,
- vagabond
12. Μετακινηθείτε άσκοπα ή χωρίς κανένα προορισμό, συχνά σε αναζήτηση τροφής ή απασχόλησης
- "Οι τσιγγάνοι περιπλανιόντουσαν στο δάσος"
- "Λαξευτοί αλήτες"
- "Ο περιπλανώμενος εβραίος"
- "Τα βοοειδή περιφέρονται στο λιβάδι"
- "Οι εργάτες παρασύρονται από τη μια πόλη στην άλλη"
- "Έτρεξαν από πόλη σε πόλη"
- συνώνυμο:
- ρολό ,
- περιπλανώμαι ,
- κύκνος ,
- αδέσποτοσ ,
- τραμπ ,
- κατασκευάζω ,
- εύρος ,
- παρασυρόμενοσ ,
- αλήτησ
13. Move, rock, or sway from side to side
- "The ship rolled on the heavy seas"
- synonym:
- roll
13. Μετακίνηση, βράχος ή επηρεάστε από τη μια πλευρά στην άλλη
- "Το πλοίο έπεσε στις βαριές θάλασσες"
- συνώνυμο:
- ρολό
14. Cause to move by turning over or in a circular manner of as if on an axis
- "She rolled the ball"
- "They rolled their eyes at his words"
- synonym:
- roll ,
- revolve
14. Αιτία για να κινηθεί με την περιστροφή πάνω ή με έναν κυκλικό τρόπο, σαν να είναι σε έναν άξονα
- "Κυλάει την μπάλα"
- "Έτρεξαν τα μάτια τους στα λόγια του"
- συνώνυμο:
- ρολό ,
- περιστρέφομαι
15. Pronounce with a roll, of the phoneme /r/
- "She rolls her r's"
- synonym:
- roll
15. Προφορά με ένα ρολό, του φωνήματος /ρ/
- "Κυλάει το ρ της"
- συνώνυμο:
- ρολό
16. Boil vigorously
- "The liquid was seething"
- "The water rolled"
- synonym:
- seethe ,
- roll
16. Βράζω δυνατά
- "Το υγρό ήταν αναμμένο"
- "Το νερό έλασε"
- συνώνυμο:
- σεβασμόσ ,
- ρολό
17. Take the shape of a roll or cylinder
- "The carpet rolled out"
- "Yarn rolls well"
- synonym:
- roll
17. Πάρτε το σχήμα ενός ρόλου ή ενός κυλίνδρου
- "Το χαλί τυλίχθηκε"
- "Η νεράιδα κυλάει καλά"
- συνώνυμο:
- ρολό
18. Show certain properties when being rolled
- "The carpet rolls unevenly"
- "Dried-out tobacco rolls badly"
- synonym:
- roll ,
- roll up
18. Εμφάνιση ορισμένων ιδιοτήτων κατά την κύλιση
- "Το χαλί κυλάει άνισα"
- "Αποξηραμένος καπνός κυλά άσχημα"
- συνώνυμο:
- ρολό ,
- ανατρέπω