Translation meaning & definition of the word "rogue" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οπλισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rogue
[Ρογκ]/roʊg/
noun
1. A deceitful and unreliable scoundrel
- synonym:
- rogue ,
- knave ,
- rascal ,
- rapscallion ,
- scalawag ,
- scallywag ,
- varlet
1. Ένας απατηλός και αναξιόπιστος αχρείος
- συνώνυμο:
- αναβλύζω ,
- κτύπημα ,
- αναβραστικόσ ,
- ραπαλλιόν ,
- βαθμωτή ,
- απολέπιση ,
- βαρλί