Translation meaning & definition of the word "rocket" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανυψωτικό" στην ελληνική γλώσσα
Rocket
[Ρόκετ]noun
1. Any vehicle self-propelled by a rocket engine
- synonym:
- rocket ,
- projectile
1. Οποιοδήποτε όχημα αυτοκινείται από κινητήρα πυραύλων
- συνώνυμο:
- πύραυλος ,
- βλήματοσ
2. A jet engine containing its own propellant and driven by reaction propulsion
- synonym:
- rocket ,
- rocket engine
2. Ένας κινητήρας αεριωθούμενου τζετ που περιέχει το δικό του προωθητικό και οδηγείται από πρόωση αντίδρασης
- συνώνυμο:
- πύραυλος ,
- κινητήρας πυραύλων
3. Erect european annual often grown as a salad crop to be harvested when young and tender
- synonym:
- rocket ,
- roquette ,
- garden rocket ,
- rocket salad ,
- arugula ,
- Eruca sativa ,
- Eruca vesicaria sativa
3. Η όρθια ευρωπαϊκή ετήσια συχνά καλλιεργείται ως καλλιέργεια σαλάτας για να συγκομιστεί όταν είναι νέα και τρυφερά
- συνώνυμο:
- πύραυλος ,
- είδοσ παλαιού τύπου ,
- πύραυλος κήπου ,
- σαλάτα με ρόκα ,
- ρόκα ,
- Σατίβα της Ερούκα ,
- Σατίβα της κυστίας της ερούκας
4. Propels bright light high in the sky, or used to propel a lifesaving line or harpoon
- synonym:
- rocket ,
- skyrocket
4. Ωθεί το φως ψηλά στον ουρανό, ή χρησιμοποιείται για να ωθήσει μια ζωντανή γραμμή ή ένα κουτάλι
- συνώνυμο:
- πύραυλος ,
- αναρριχητικό στοιχείο
5. Sends a firework display high into the sky
- synonym:
- skyrocket ,
- rocket
5. Στέλνει μια οθόνη πυροτεχνημάτων ψηλά στον ουρανό
- συνώνυμο:
- αναρριχητικό στοιχείο ,
- πύραυλος
verb
1. Shoot up abruptly, like a rocket
- "Prices skyrocketed"
- synonym:
- rocket ,
- skyrocket
1. Πυροβολήστε απότομα, σαν πύραυλος
- "Οι τιμές εκτοξεύθηκαν"
- συνώνυμο:
- πύραυλος ,
- αναρριχητικό στοιχείο
2. Propel with a rocket
- synonym:
- rocket
2. Πρόπελ με έναν πύραυλο
- συνώνυμο:
- πύραυλος