Translation meaning & definition of the word "rocker" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κέρκερ" στην ελληνική γλώσσα
Rocker
[Ρόκερ]noun
1. An attendant who rocks a child in a cradle
- synonym:
- rocker
1. Ένας υπάλληλος που ρίχνει ένα παιδί σε μια κούνια
- συνώνυμο:
- παρακινδυνεύων
2. A performer or composer or fan of rock music
- synonym:
- rocker ,
- rock 'n' roll musician
2. Ένας ερμηνευτής ή συνθέτης ή οπαδός της ροκ μουσικής
- συνώνυμο:
- παρακινδυνεύων ,
- ροκ '''ν ρολ μουσικός
3. A teenager or young adult in the 1960s who wore leather jackets and rode motorcycles
- synonym:
- rocker
3. Ένας έφηβος ή ένας νεαρός ενήλικας στη δεκαετία του 1960 που φορούσε δερμάτινα μπουφάν και μοτοσικλέτες
- συνώνυμο:
- παρακινδυνεύων
4. A chair mounted on rockers
- synonym:
- rocking chair ,
- rocker
4. Μια καρέκλα τοποθετημένη σε ροκ
- συνώνυμο:
- κουνιστή καρέκλα ,
- παρακινδυνεύων
5. A trough that can be rocked back and forth
- Used by gold miners to shake auriferous earth in water in order to separate the gold
- synonym:
- rocker ,
- cradle
5. Μια γούρνα που μπορεί να συγκλονιστεί μπρος-πίσω
- Χρησιμοποιείται από τους ανθρακωρύχους χρυσού για να τινάξει την επαχθή γη στο νερό προκειμένου να διαχωριστεί ο χρυσός
- συνώνυμο:
- παρακινδυνεύων ,
- λίκνο
6. An ice skate with a curved blade
- synonym:
- rocker
6. Ένα παγοδρόμιο με καμπύλη λεπίδα
- συνώνυμο:
- παρακινδυνεύων
7. A curved support that permits the supported object to rock to and fro
- synonym:
- rocker
7. Μια καμπύλη υποστήριξη που επιτρέπει στο υποστηριζόμενο αντικείμενο να πέφτει προς και προς τον βράχο
- συνώνυμο:
- παρακινδυνεύων