Translation meaning & definition of the word "rock" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ροκ" στην ελληνική γλώσσα
Rock
[Ροκ]noun
1. A lump or mass of hard consolidated mineral matter
- "He threw a rock at me"
- synonym:
- rock ,
- stone
1. Μια μάζα ή μάζα σκληρά ενοποιημένης ορυκτής ύλης
- "Μου έριξε μια πέτρα"
- συνώνυμο:
- βράχος ,
- πέτρα
2. Material consisting of the aggregate of minerals like those making up the earth's crust
- "That mountain is solid rock"
- "Stone is abundant in new england and there are many quarries"
- synonym:
- rock ,
- stone
2. Υλικό που αποτελείται από το σύνολο των ορυκτών όπως εκείνοι που αποτελούν το φλοιό της γης
- "Αυτό το βουνό είναι στερεός βράχος"
- "Η πέτρα είναι άφθονη στη νέα αγγλία και υπάρχουν πολλά λατομεία"
- συνώνυμο:
- βράχος ,
- πέτρα
3. United states gynecologist and devout catholic who conducted the first clinical trials of the oral contraceptive pill (1890-1984)
- synonym:
- Rock ,
- John Rock
3. Γυναικολόγος των ηνωμένων πολιτειών και ευσεβής καθολικός που διεξήγαγε τις πρώτες κλινικές δοκιμές του από του στόματος αντισυλληπτικού χάπι
- συνώνυμο:
- Ροκ ,
- Τζον Ροκ
4. (figurative) someone who is strong and stable and dependable
- "He was her rock during the crisis"
- "Thou art peter, and upon this rock i will build my church"--gospel according to matthew
- synonym:
- rock
4. (εικονικό) κάποιος που είναι ισχυρός και σταθερός και αξιόπιστος
- "Ήταν ο βράχος της κατά τη διάρκεια της κρίσης"
- "Εσύ είσαι ο πέτρος, και επάνω σε αυτό το βράχο θα οικοδομήσω την εκκλησία μου"-ευαγγέλιο σύμφωνα με τον ματθαίο
- συνώνυμο:
- βράχος
5. Hard bright-colored stick candy (typically flavored with peppermint)
- synonym:
- rock candy ,
- rock
5. Σκληρή φωτεινή καραμέλα ραβδιών (τυπικά αρωματισμένη με πιπερμίντ)
- συνώνυμο:
- καραμέλα ,
- βράχος
6. A genre of popular music originating in the 1950s
- A blend of black rhythm-and-blues with white country-and-western
- "Rock is a generic term for the range of styles that evolved out of rock'n'roll."
- synonym:
- rock 'n' roll ,
- rock'n'roll ,
- rock-and-roll ,
- rock and roll ,
- rock ,
- rock music
6. Ένα είδος δημοφιλούς μουσικής καταγωγής 1950
- Ένα μείγμα μαύρου ρυθμού και μπλε με λευκή χώρα-και-δυτική
- "Ο βράχος είναι ένας γενικός όρος για το φάσμα των στυλ που εξελίχθηκαν από ροκ εννερολ."
- συνώνυμο:
- ροκ '''ν ρολ ,
- ροκ ,
- ροκ-και-ρολ ,
- ροκ και ρολ ,
- βράχος ,
- ροκ μουσική
7. Pitching dangerously to one side
- synonym:
- rock ,
- careen ,
- sway ,
- tilt
7. Περνώντας επικίνδυνα προς τη μία πλευρά
- συνώνυμο:
- βράχος ,
- ανακατεύω ,
- επηρεάζω ,
- κλίση
verb
1. Move back and forth or sideways
- "The ship was rocking"
- "The tall building swayed"
- "She rocked back and forth on her feet"
- synonym:
- rock ,
- sway ,
- shake
1. Μετακίνηση πέρα δώθε ή πλάγια
- "Το πλοίο κουνούσε"
- "Το ψηλό κτίριο επηρεάστηκε"
- "Και ταρακουνήθηκε μπρος-πίσω στα πόδια της"
- συνώνυμο:
- βράχος ,
- επηρεάζω ,
- ανακινώ
2. Cause to move back and forth
- "Rock the cradle"
- "Rock the baby"
- "The wind swayed the trees gently"
- synonym:
- rock ,
- sway
2. Αιτία να κινηθεί πέρα δώθε
- "Βρείτε το λίκνο"
- "Βαρείτε το μωρό"
- "Ο άνεμος ταλαντεύει τα δέντρα απαλά"
- συνώνυμο:
- βράχος ,
- επηρεάζω