Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "robust" into Greek language

Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "προτίμηση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Robust

[Στιβαρός]
/roʊbəst/

adjective

1. Sturdy and strong in form, constitution, or construction

  • "A robust body"
  • "A robust perennial"
    synonym:
  • robust

1. Ανθεκτικό και ισχυρό σε μορφή, σύνταγμα ή κατασκευή

  • "Ένα γερό σώμα"
  • "Ένα ισχυρό πολυετές"
    συνώνυμο:
  • στιβαρός

2. Marked by richness and fullness of flavor

  • "A rich ruby port"
  • "Full-bodied wines"
  • "A robust claret"
  • "The robust flavor of fresh-brewed coffee"
    synonym:
  • full-bodied
  • ,
  • racy
  • ,
  • rich
  • ,
  • robust

2. Χαρακτηρίζεται από πλούτο και πληρότητα της γεύσης

  • "Ένα πλούσιο λιμάνι ρουμπίνι"
  • "Πλήρης-σωματώδη κρασιά"
  • "Ένας ισχυρός κλαρέτος"
  • "Η στιβαρή γεύση του φρέσκου καφέ"
    συνώνυμο:
  • πλήρης
  • ,
  • τραγανόσ
  • ,
  • πλούσιος
  • ,
  • στιβαρός

3. Strong enough to withstand or overcome intellectual challenges or adversity

  • "The experiment yielded robust results"
  • "A robust faith"
    synonym:
  • robust

3. Αρκετά ισχυρή για να αντέξει ή να ξεπεράσει πνευματικές προκλήσεις ή αντιξοότητες

  • "Το πείραμα απέδωσε ισχυρά αποτελέσματα"
  • "Μια ισχυρή πίστη"
    συνώνυμο:
  • στιβαρός

4. Rough and crude

  • "A robust tale"
    synonym:
  • robust

4. Τραχύς και ακατέργαστος

  • "Μια ισχυρή ιστορία"
    συνώνυμο:
  • στιβαρός