Translation meaning & definition of the word "roble" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κλασικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Roble
[Καβάλα]/roʊbəl/
noun
1. Large tree of trinidad and guyana having odd-pinnate leaves and violet-scented axillary racemes of yellow flowers and long smooth pods
- Grown as a specimen in parks and large gardens
- synonym:
- roble ,
- Platymiscium trinitatis
1. Μεγάλο δέντρο του τρινιντάντ και της γουιάνας με φύλλα μονού καρφίτσας και βιολετί αξονικές φυλές κίτρινων λουλουδιών και μακριά λοβούς
- Καλλιεργημένος ως δείγμα στα πάρκα και τους μεγάλους κήπους
- συνώνυμο:
- βρυχηθμόσ ,
- Πλατυμίξιο τρινιτάτης
2. Tall graceful deciduous california oak having leathery leaves and slender pointed acorns
- synonym:
- California white oak ,
- valley oak ,
- valley white oak ,
- roble ,
- Quercus lobata
2. Ψηλή χαριτωμένη φυλλοβόλα βελανιδιά της καλιφόρνιας με δερματώδη φύλλα και λεπτά μυτερά βελανίδια
- συνώνυμο:
- Καλιφόρνια λευκή βελανιδιά ,
- βελανιδιά κοιλάδας ,
- κοιλάδα λευκή δρυς ,
- βρυχηθμόσ ,
- Λοβάτα του περαστού