Translation meaning & definition of the word "robin" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρομπίν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Robin
[Ρόμπιν]/rɑbən/
noun
1. Small old world songbird with a reddish breast
- synonym:
- robin ,
- redbreast ,
- robin redbreast ,
- Old World robin ,
- Erithacus rubecola
1. Μικρό τραγουδιστικό πουλί του παλαιού κόσμου με κοκκινωπό στήθος
- συνώνυμο:
- ρόμπιν ,
- κοκκινοθεραπεία ,
- ρομπέν κοκκινοβραχίονα ,
- Παλαιά Παγκόσμια ρόμπιν ,
- Ερύθακος Ρούμπεκολα
2. Large american thrush having a rust-red breast and abdomen
- synonym:
- robin ,
- American robin ,
- Turdus migratorius
2. Μεγάλη αμερικανική τσίχλα με κόκκινο στήθος και κοιλιά
- συνώνυμο:
- ρόμπιν ,
- Αμερικανός ρόμπιν ,
- Τούρντος Μεντοκράτορος