Translation meaning & definition of the word "robe" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ντουλάπα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Robe
[Ρόμπε]/roʊb/
noun
1. Any loose flowing garment
- synonym:
- robe
1. Οποιοδήποτε χαλαρό ρέον ένδυμα
- συνώνυμο:
- ρόμπα
2. Outerwear consisting of a long flowing garment used for official or ceremonial occasions
- synonym:
- gown ,
- robe
2. Εξωτερικά ενδύματα που αποτελούνται από ένα μακράς ροής ένδυμα που χρησιμοποιείται για επίσημες ή τελετουργικές περιπτώσεις
- συνώνυμο:
- φόρεμα ,
- ρόμπα
verb
1. Clothe formally
- Especially in ecclesiastical robes
- synonym:
- vest ,
- robe
1. Ντύνομαι επίσημα
- Ειδικά στις εκκλησιαστικές ρόμπες
- συνώνυμο:
- γιλέκο ,
- ρόμπα
2. Cover as if with clothing
- "The mountain was clothed in tropical trees"
- synonym:
- clothe ,
- cloak ,
- drape ,
- robe
2. Καλύψτε σαν με ρούχα
- "Το βουνό ήταν ντυμένο με τροπικά δέντρα"
- συνώνυμο:
- ντύνομαι ,
- μανδύασ ,
- παραπέτα ,
- ρόμπα
Examples of using
He is wearing a green women's robe.
Φοράει μια πράσινη γυναικεία ρόμπα.
Or would I were a little burnish'd apple For you to pluck me, gliding by so cold, While sun and shade your robe of lawn will dapple, Your robe of lawn, and your hair's spun gold.
Ή θα ήμουν λίγο καυτό μήλο Για σένα να με βγάλεις, γλιστρώντας από τόσο κρύο, Ενώ ο ήλιος και η σκιά της ρόμπας σου από γκαζόν θα χλοοτάπητα, και τα μαλλιά σου είναι χρυσά.