Translation meaning & definition of the word "robbery" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ληστεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Robbery
[Ληστεία]/rɑbəri/
noun
1. Larceny by threat of violence
- synonym:
- robbery
1. Λαρκσένη από την απειλή της βίας
- συνώνυμο:
- ληστεία
2. Plundering during riots or in wartime
- synonym:
- looting ,
- robbery
2. Λεηλασία κατά τη διάρκεια ταραχών ή κατά τη διάρκεια πολέμου
- συνώνυμο:
- λεηλασία ,
- ληστεία
Examples of using
Was it a robbery?
Ήταν ληστεία?
I was sentenced to three years for robbery.
Καταδικάστηκα σε τρία χρόνια για ληστεία.
Hands up! This is a robbery.
Χέρια ψηλά! Αυτό είναι μια ληστεία.