Translation meaning & definition of the word "robber" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κακόβουλο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Robber
[Ληστής]/rɑbər/
noun
1. A thief who steals from someone by threatening violence
- synonym:
- robber
1. Ένας κλέφτης που κλέβει από κάποιον απειλώντας τη βία
- συνώνυμο:
- ληστής
Examples of using
At least the robber was civil to us.
Τουλάχιστον ο ληστής ήταν πολιτικός για εμάς.
The robber ran away when the policeman saw him.
Ο ληστής έφυγε όταν τον είδε ο αστυνομικός.
The robber tried to plunge the knife into the boy.
Ο ληστής προσπάθησε να βυθίσει το μαχαίρι στο αγόρι.