Translation meaning & definition of the word "rob" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρομπ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rob
[Ρομπ]/rɑb/
verb
1. Take something away by force or without the consent of the owner
- "The burglars robbed him of all his money"
- synonym:
- rob
1. Πάρτε κάτι μακριά με τη βία ή χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη
- "Οι διαρρήκτες του έκλεψαν όλα τα χρήματά του"
- συνώνυμο:
- ληστής
2. Rip off
- Ask an unreasonable price
- synonym:
- overcharge ,
- soak ,
- surcharge ,
- gazump ,
- fleece ,
- plume ,
- pluck ,
- rob ,
- hook
2. Αποτυγχάνω
- Ρωτήστε μια παράλογη τιμή
- συνώνυμο:
- υπερφόρτιση ,
- μουσκεύω ,
- επιπλέον χρέωση ,
- περιπέτεια ,
- φλις ,
- λοφίο ,
- τρίβω ,
- ληστής ,
- γάντζος