Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "roar" into Greek language

Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αχυρώνας" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Roar

[Ρουά]
/rɔr/

noun

1. A deep prolonged loud noise

    synonym:
  • boom
  • ,
  • roar
  • ,
  • roaring
  • ,
  • thunder

1. Ένας βαθύς παρατεταμένος δυνατός θόρυβος

    συνώνυμο:
  • βραχίονασ
  • ,
  • βρυχηθμόσ
  • ,
  • βρυχώντασ
  • ,
  • βροντή

2. A very loud utterance (like the sound of an animal)

  • "His bellow filled the hallway"
    synonym:
  • bellow
  • ,
  • bellowing
  • ,
  • holla
  • ,
  • holler
  • ,
  • hollering
  • ,
  • hollo
  • ,
  • holloa
  • ,
  • roar
  • ,
  • roaring
  • ,
  • yowl

2. Μια πολύ δυνατή ομιλία (όπως ο ήχος ενός ζώο)

  • "Ο φυσητήρας του γέμισε το διάδρομο"
    συνώνυμο:
  • φυλακή
  • ,
  • φυσητήρα
  • ,
  • χόλα
  • ,
  • χόλερ
  • ,
  • παραπονιέμαι
  • ,
  • χόλο
  • ,
  • χόλοα
  • ,
  • βρυχηθμόσ
  • ,
  • βρυχώντασ
  • ,
  • φωνάζω

3. The sound made by a lion

    synonym:
  • roar

3. Ο ήχος που φτιάχνεται από ένα λιοντάρι

    συνώνυμο:
  • βρυχηθμόσ

verb

1. Make a loud noise, as of wind, water, or vehicles

  • "The wind was howling in the trees"
  • "The water roared down the chute"
    synonym:
  • roar
  • ,
  • howl

1. Κάντε ένα δυνατό θόρυβο, όπως τον άνεμο, το νερό ή τα οχήματα

  • "Ο άνεμος ούρλιαζε στα δέντρα"
  • "Το νερό κατέβηκε από την υδατόπτωση"
    συνώνυμο:
  • βρυχηθμόσ
  • ,
  • ουρλιάζω

2. Utter words loudly and forcefully

  • "`get out of here,' he roared"
    synonym:
  • thunder
  • ,
  • roar

2. Προφέρετε λόγια δυνατά και δυνατά

  • "Φύγε από εδώ, βρυχήθηκε"
    συνώνυμο:
  • βροντή
  • ,
  • βρυχηθμόσ

3. Emit long loud cries

  • "Wail in self-pity"
  • "Howl with sorrow"
    synonym:
  • howl
  • ,
  • ululate
  • ,
  • wail
  • ,
  • roar
  • ,
  • yawl
  • ,
  • yaup

3. Εκπέμπουν μεγάλες δυνατές κραυγές

  • "Περπατώ στην αυτολύπηση"
  • "Πώς με τη θλίψη"
    συνώνυμο:
  • ουρλιάζω
  • ,
  • ωλένιο
  • ,
  • πειράζω
  • ,
  • βρυχηθμόσ
  • ,
  • ναυαγαλίζω
  • ,
  • ναυπηγεί

4. Act or proceed in a riotous, turbulent, or disorderly way

  • "Desperadoes from the hills regularly roared in to take over the town"-r.a.billington
    synonym:
  • roar

4. Ενεργήστε ή προχωρήστε με ταραχώδη, ταραχώδη ή άτακτο τρόπο

  • "Οι απεβίωσε από τους λόφους τακτικά περιπλανιόταν για να καταλάβει την πόλη"-ρ.α.μπίλινγκτον
    συνώνυμο:
  • βρυχηθμόσ

5. Make a loud noise, as of animal

  • "The bull bellowed"
    synonym:
  • bellow
  • ,
  • roar

5. Κάντε έναν δυνατό θόρυβο, όπως το ζώο

  • "Ο ταύρος φυσαλίδες"
    συνώνυμο:
  • φυλακή
  • ,
  • βρυχηθμόσ

6. Laugh unrestrainedly and heartily

    synonym:
  • roar
  • ,
  • howl

6. Γέλα απεριόριστα και εγκάρδια

    συνώνυμο:
  • βρυχηθμόσ
  • ,
  • ουρλιάζω

Examples of using

Leo started to roar when he was two years old.
Ο Λέων άρχισε να βρυχάται όταν ήταν δύο ετών.