Translation meaning & definition of the word "roadblock" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οδικός αποκλεισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Roadblock
[Οδικόσ]/roʊdblɑk/
noun
1. Any condition that makes it difficult to make progress or to achieve an objective
- "Intolerance is a barrier to understanding"
- synonym:
- barrier ,
- roadblock
1. Κάθε προϋπόθεση που καθιστά δύσκολη την επίτευξη προόδου ή την επίτευξη ενός στόχου
- "Η ανοχή είναι εμπόδιο στην κατανόηση"
- συνώνυμο:
- εμπόδιο ,
- οδόφραγμα
2. A barrier set up by police to stop traffic on a street or road in order to catch a fugitive or inspect traffic etc.
- synonym:
- roadblock ,
- barricade
2. Ένα εμπόδιο που δημιουργείται από την αστυνομία για να σταματήσει την κυκλοφορία σε δρόμο ή δρόμο για να πιάσει ένα φυγόδικο ή επιθεώρηση.
- συνώνυμο:
- οδόφραγμα