Translation meaning & definition of the word "riverside" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οδηγός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Riverside
[Διαβρέχω]/rɪvərsaɪd/
noun
1. The bank of a river
- synonym:
- riverbank ,
- riverside
1. Η όχθη ενός ποταμού
- συνώνυμο:
- ποταμόπλοια ,
- ποτάμι
2. A city in southern california
- synonym:
- Riverside
2. Μια πόλη στη νότια καλιφόρνια
- συνώνυμο:
- Διαβρέχω