Translation meaning & definition of the word "rivalry" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αφιέρωμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rivalry
[Αντιπάλου]/raɪvəlri/
noun
1. The act of competing as for profit or a prize
- "The teams were in fierce contention for first place"
- synonym:
- competition ,
- contention ,
- rivalry
1. Η πράξη του ανταγωνισμού ως προς το κέρδος ή το βραβείο
- "Οι ομάδες ήταν σε έντονη διαμάχη για την πρώτη θέση"
- συνώνυμο:
- ανταγωνισμός ,
- διαμάχη ,
- αντιπαλότητα
Examples of using
The quarrel originated in rivalry between the two countries.
Η διαμάχη προήλθε από την αντιπαλότητα μεταξύ των δύο χωρών.