Translation meaning & definition of the word "ritual" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πραγματικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ritual
[Τελετουργικός]/rɪʧuəl/
noun
1. Any customary observance or practice
- synonym:
- ritual ,
- rite
1. Οποιαδήποτε συνήθης τήρηση ή πρακτική
- συνώνυμο:
- τελετουργικό ,
- ιεροτελεστία
2. The prescribed procedure for conducting religious ceremonies
- synonym:
- ritual
2. Η προβλεπόμενη διαδικασία για τη διεξαγωγή θρησκευτικών τελετών
- συνώνυμο:
- τελετουργικό
3. Stereotyped behavior
- synonym:
- ritual
3. Στερεότυπη συμπεριφορά
- συνώνυμο:
- τελετουργικό
adjective
1. Of or relating to or characteristic of religious rituals
- "Ritual killing"
- synonym:
- ritual
1. Από ή σχετίζονται με ή χαρακτηριστικά των θρησκευτικών τελετουργιών
- "Αληθινή δολοφονία"
- συνώνυμο:
- τελετουργικό
2. Of or relating to or employed in social rites or rituals
- "A ritual dance of haiti"
- "Sedate little colonial tribe with its ritual tea parties"- nadine gordimer
- synonym:
- ritual
2. Από ή σχετίζονται ή απασχολούνται σε κοινωνικές τελετές ή τελετές
- "Τελετουργικός χορός της αϊτής"
- "Κατεστημένη μικρή αποικιακή φυλή με τα τελετουργικά πάρτι τσαγιού της" - ναντίν γκόρντιμερ
- συνώνυμο:
- τελετουργικό