Translation meaning & definition of the word "rite" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γράψτε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rite
[Ρετιρέ]/raɪt/
noun
1. An established ceremony prescribed by a religion
- "The rite of baptism"
- synonym:
- rite ,
- religious rite
1. Μια καθιερωμένη τελετή που ορίζεται από μια θρησκεία
- "Η ιεροτελεστία του βαπτίσματος"
- συνώνυμο:
- ιεροτελεστία ,
- θρησκευτική ιεροτελεστία
2. Any customary observance or practice
- synonym:
- ritual ,
- rite
2. Οποιαδήποτε συνήθης τήρηση ή πρακτική
- συνώνυμο:
- τελετουργικό ,
- ιεροτελεστία