Translation meaning & definition of the word "risky" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κίσκι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Risky
[Σκληρός]/rɪski/
adjective
1. Involving risk or danger
- "Skydiving is a hazardous sport"
- "Extremely risky going out in the tide and fog"
- "A wild financial scheme"
- synonym:
- hazardous ,
- risky ,
- wild
1. Περιλαμβάνει κίνδυνο ή κίνδυνο
- "Η αποτρίχωση είναι ένα επικίνδυνο άθλημα"
- "Εξαιρετικά επικίνδυνο να βγαίνει στην παλίρροια και την ομίχλη"
- "Ένα άγριο χρηματοπιστωτικό σύστημα"
- συνώνυμο:
- επικίνδυνος ,
- άγριος
2. Not financially safe or secure
- "A bad investment"
- "High risk investments"
- "Anything that promises to pay too much can't help being risky"
- "Speculative business enterprises"
- synonym:
- bad ,
- risky ,
- high-risk ,
- speculative
2. Όχι οικονομικά ασφαλής ή ασφαλής
- "Κακή επένδυση"
- "Επενδύσεις υψηλού κινδύνου"
- "Οτιδήποτε υπόσχεται να πληρώσει πάρα πολλά δεν μπορεί να βοηθήσει να είναι επικίνδυνο"
- "Κερδοσκοπικές επιχειρήσεις"
- συνώνυμο:
- κακός ,
- επικίνδυνος ,
- υψηλού κινδύνου ,
- κερδοσκοπικόσ
Examples of using
It'll be risky.
Θα είναι επικίνδυνο.
Don't you think it's risky?
Δεν νομίζετε ότι είναι επικίνδυνο?
There are lots of risky places in London.
Υπάρχουν πολλά επικίνδυνα μέρη στο Λονδίνο.