Translation meaning & definition of the word "riskiness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κινδυνότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Riskiness
[Επικινδυνότητα]/rɪskinəs/
noun
1. A state of danger involving risk
- synonym:
- riskiness ,
- peril
1. Κατάσταση κινδύνου που περιλαμβάνει κίνδυνο
- συνώνυμο:
- επικινδυνότητα ,
- κίνδυνος