If you say that to Tom, you'll run the risk of losing your job.
Αν το πεις αυτό στον Τομ, θα διατρέχεις τον κίνδυνο να χάσεις τη δουλειά σου.
She ran the risk of having an accident.
Διατρέχει τον κίνδυνο να πάθει ατύχημα.
Not everyone is ready to take responsibility and expose himself to risk of making mistakes.
Δεν είναι όλοι έτοιμοι να αναλάβουν την ευθύνη και να εκτεθούν σε κίνδυνο να κάνουν λάθη.
Tom doesn't want to take such a risk.
Ο Τομ δεν θέλει να ρισκάρει τόσο.
I took a big risk today.
Πήρα μεγάλο ρίσκο σήμερα.
I say it's worth the risk.
Λέω ότι αξίζει το ρίσκο.
I won't risk it.
Δεν θα το ρισκάρω.
I'll risk it.
Θα το ρισκάρω.
Don't risk it.
Μην το ρισκάρεις.
Do you really want to risk that?
Θέλεις πραγματικά να το ρισκάρεις;
By postponing what you have to do, you run the risk of never being able to do it.
Αναβάλλοντας αυτό που πρέπει να κάνετε, διατρέχετε τον κίνδυνο να μην μπορέσετε ποτέ να το κάνετε.
Do you want to risk that?
Θέλεις να το ρισκάρεις;
He took a big risk.
Πήρε μεγάλο ρίσκο.
They took a big risk.
Πήραν μεγάλο ρίσκο.
I took a risk when I made the investment.
Ρίσκαρα όταν έκανα την επένδυση.
Even as we stand here tonight, we know there are brave Americans waking up in the deserts of Iraq and the mountains of Afghanistan, to risk their lives for us.
Ακόμα κι όταν στεκόμαστε εδώ απόψε, ξέρουμε ότι υπάρχουν γενναίοι Αμερικανοί που ξυπνούν στις ερήμους του Ιράκ και στα βουνά του Αφγανιστάν, για να ρισκάρουν τη ζωή τους για εμάς.