Translation meaning & definition of the word "riser" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξευγενιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Riser
[Αναβλητήσ]/raɪzər/
noun
1. A person who rises (especially from bed)
- "He's usually a late riser"
- synonym:
- riser
1. Ένα άτομο που ανεβαίνει (ειδικά από το κρεβάτι)
- "Είναι συνήθως μια αργοπορημένη ανύψωση"
- συνώνυμο:
- ανατρέπων
2. A vertical pipe in a building
- synonym:
- riser ,
- riser pipe ,
- riser pipeline ,
- riser main
2. Ένας κάθετος σωλήνας σε ένα κτίριο
- συνώνυμο:
- ανατρέπων ,
- σωλήνας ανύψωσης ,
- αγωγός ανύψωσης ,
- κύριος του αναβάτη
3. Structural member consisting of the vertical part of a stair or step
- synonym:
- riser
3. Δομικό μέλος που αποτελείται από το κάθετο τμήμα μιας σκάλας ή ενός βήματος
- συνώνυμο:
- ανατρέπων
Examples of using
I used to be a night owl but now I'm an early riser.
Ήμουν νυχτερινή κουκουβάγια, αλλά τώρα είμαι πρόωρη ανύψωση.
He is an early riser.
Είναι πρόωρος ανυψωτής.
My father is an early riser.
Ο πατέρας μου είναι πρόωρος αναστηλωτής.