Translation meaning & definition of the word "rippling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναπαραγωγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rippling
[Καταβροχθίζω]/rɪpəlɪŋ/
noun
1. A small wave on the surface of a liquid
- synonym:
- ripple ,
- rippling ,
- riffle ,
- wavelet
1. Ένα μικρό κύμα στην επιφάνεια ενός υγρού
- συνώνυμο:
- κυματίζω ,
- κυματισμό ,
- περιστρέφω ,
- κυματίδιο