Translation meaning & definition of the word "ripple" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναπαραγωγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ripple
[Στριφογυρίζω]/rɪpəl/
noun
1. A small wave on the surface of a liquid
- synonym:
- ripple ,
- rippling ,
- riffle ,
- wavelet
1. Ένα μικρό κύμα στην επιφάνεια ενός υγρού
- συνώνυμο:
- κυματίζω ,
- κυματισμό ,
- περιστρέφω ,
- κυματίδιο
2. (electronics) an oscillation of small amplitude imposed on top of a steady value
- synonym:
- ripple
2. (ηλεκτρονική) μια ταλάντωση μικρού πλάτους που επιβάλλεται πάνω από μια σταθερή τιμή
- συνώνυμο:
- κυματίζω
verb
1. Stir up (water) so as to form ripples
- synonym:
- ripple ,
- ruffle ,
- riffle ,
- cockle ,
- undulate
1. Ανακατέψτε ( ) για να σχηματίσετε κυματισμούς
- συνώνυμο:
- κυματίζω ,
- βάλτο ,
- περιστρέφω ,
- πούτσελ
2. Flow in an irregular current with a bubbling noise
- "Babbling brooks"
- synonym:
- ripple ,
- babble ,
- guggle ,
- burble ,
- bubble ,
- gurgle
2. Ροή σε ένα ακανόνιστο ρεύμα με ένα θόρυβο αναβλάστησης
- "Μπουκετάκια"
- συνώνυμο:
- κυματίζω ,
- φλυαρώ ,
- παίζω ,
- εκρήγνυται ,
- φούσκα ,
- παλινδρομώ