Translation meaning & definition of the word "ripping" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στάζει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ripping
[Περιστρέφομαι]/rɪpɪŋ/
adjective
1. Resembling a sound of violent tearing as of something ripped apart or lightning splitting a tree
- "The tree split with a great ripping sound"
- "Heard a rending roar as the crowd surged forward"
- synonym:
- rending ,
- ripping ,
- splitting
1. Μοιάζει με έναν ήχο βίαιου σχισίματος σαν κάτι που διαλύθηκε ή αστραπή χώρισε ένα δέντρο
- "Το δέντρο χωρίζεται με έναν μεγάλο ήχο που σκίζει"
- "Άκουσα ένα βρυχηθμό που το πλήθος προχώρησε προς τα εμπρός"
- συνώνυμο:
- απόδοση ,
- σχίζω ,
- διαχωρισμός