Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "ripe" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ριπέ" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Ripe

[Ώριμος]
/raɪp/

adjective

1. Fully developed or matured and ready to be eaten or used

  • "Ripe peaches"
  • "Full-bodied mature wines"
    synonym:
  • ripe
  • ,
  • mature

1. Πλήρως αναπτυγμένο ή ωριμασμένο και έτοιμο για κατανάλωση ή χρήση

  • "Ριανά ροδάκινα"
  • "Πλήρη ώριμα κρασιά"
    συνώνυμο:
  • ώριμος

2. Fully prepared or eager

  • "The colonists were ripe for revolution"
    synonym:
  • ripe(p)

2. Πλήρως προετοιμασμένος ή πρόθυμος

  • "Οι άποικοι ήταν ώριμοι για την επανάσταση"
    συνώνυμο:
  • ΩΡ()<TAG1>

3. Most suitable or right for a particular purpose

  • "A good time to plant tomatoes"
  • "The right time to act"
  • "The time is ripe for great sociological changes"
    synonym:
  • good
  • ,
  • right
  • ,
  • ripe

3. Το πιο κατάλληλο ή το δικαίωμα για ένα συγκεκριμένο σκοπό

  • "Μια καλή στιγμή για να φυτέψετε ντομάτες"
  • "Η κατάλληλη στιγμή για δράση"
  • "Ο χρόνος είναι ώριμος για μεγάλες κοινωνιολογικές αλλαγές"
    συνώνυμο:
  • καλός
  • ,
  • σωστός
  • ,
  • ώριμος

4. At the highest point of development especially in judgment or knowledge

  • "A ripe mind"
    synonym:
  • ripe

4. Στο υψηλότερο σημείο ανάπτυξης ειδικά στην κρίση ή τη γνώση

  • "Ένα ώριμο μυαλό"
    συνώνυμο:
  • ώριμος

5. Far along in time

  • "A man of advanced age"
  • "Advanced in years"
  • "A ripe old age"
  • "The ripe age of 90"
    synonym:
  • advanced
  • ,
  • ripe

5. Πολύ μακριά στο χρόνο

  • "Ένας άνθρωπος προχωρημένης ηλικίας"
  • "Προχωρήσαμε σε χρόνια"
  • "Ένα ώριμο γήρας"
  • "Η ώριμη ηλικία των 90"
    συνώνυμο:
  • προηγμένος
  • ,
  • ώριμος

Examples of using

Are the cherries ripe enough to pick?
Είναι τα κεράσια αρκετά ώριμα για να πάρουν?
We have collected only ripe fruit.
Έχουμε συλλέξει μόνο ώριμα φρούτα.
He lived to a ripe old age.
Έζησε σε ώριμη ηλικία.